- ποθώ
- ποθώ -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.)2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.)3. επιθυμώ, λαχταρώ να κάνω κάτι («τοιοῡτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)4. (το ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ποθούμενω(ν)ό,τι επιθυμεί πολύ κάποιοςαρχ.1. (για πράγμ.) απαιτώ, έχω ανάγκη από κάτι («τί γὰρ ποθεῑ τράπεζα»; Ευρ.)2. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ποθοῡνο πόθος, η επιθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ποθῶ και πόθος ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *ghwodh τής ΙΕ ρίζας *ghwedh- «παρακαλώ, ποθώ, λαχταρώ». Την απαθή βαθμίδα τής ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. θέσσασθαι* (< *θεθ-σασ-θαι), από το θ. τού οποίου έχει προέλθει, κατά το σχήμα λόγος: λέγω, η λ. πόθος (< *φόθος, με ανομοίωση τών δασέων. Για την εναλλαγή τού αρκτικού -φ- και -θ- πρβλ. θείνω: φόνος, βλ. λ. θείνω). Το ρ. ποθώ αποτελεί είτε ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο τού τ. θέσσασθαι (πρβλ. στροφέω: στρέφω) είτε μετονοματικό παρ. τής λ. πόθος (πρβλ. και το σύστημα φοβέω: φόβος: φέβομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.